- πολύπορος
- πολύποροςfurnishing abundant harvestsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… … Dictionary of Greek
πολύπορον — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem acc sg πολύπορος furnishing abundant harvests neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόρου — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόρους — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόρων — πολύπορος furnishing abundant harvests masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπορα — πολύπορος furnishing abundant harvests neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπορίδες — οι, Ν (μυκητ.) οικογένεια βασιδιομυκήτων που ζουν παρασιτικά σε δέντρα ή σαπροφυτικά σε ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyporales < πολύπορος] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԲԵՐՁ — ( ) NBH 1 402 Chronological Sequence: 8c, 11c ա. Յոյժ բարձր, վսեմ. վերացեալ եւ խորամուխ. որպէս πολύπορος multum invadens, multivagus *Յայտնելով նմա զգերադունիցն իմացութեանց զբազմաբերձ զօրութիւնն. Դիոն. երկն.: *Բազմաբերձ յօնիւք աչացն շրտուցեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
polyporoid — pəˈlipəˌrȯid adjective Etymology: New Latin Polyporus + English oid : relating to or resembling a pore fungus especially of the genus Polyporus * * * polyporoid, a. Bot. (pəˈlɪpərɔɪd) [f. mod.L. Polyporus (Fries 1836–8) ( … Useful english dictionary